Η ελαιοκαλλιέργεια παραμένει ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας της Ηλείας, προσδίδοντας όχι μόνο αγροτική αλλά και κοινωνική δυναμική στον νομό.
Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο αποτελεί προϊόν υψηλής ποιότητας, με παραδοσιακή και ταυτόχρονα σύγχρονη παραγωγή, που συνδέεται άμεσα με τη ζωή και τα εισοδήματα των παραγωγών.
Κάθε χρόνο οι προκλήσεις ποικίλλουν, από τις κλιματικές συνθήκες και τις ασθένειες μέχρι τις διεθνείς τιμές, με την Ισπανία να παραμένει ο «κυρίαρχος ρυθμιστής» της αγοράς. Παρά τις δυσκολίες, οι ελαιοπαραγωγοί και οι ελαιοτριβείς του νομού επενδύουν σε τεχνογνωσία και πρακτικές προστασίας της καλλιέργειας, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα της παραγωγής και της ποιότητας.
Μειωμένη παραγωγή και προσβολές του καρπού
Σύμφωνα με τους παραγωγούς, φέτος οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μέχρι και 50% μειωμένη παραγωγή, ανάλογα με την περιοχή και τις κλιματικές συνθήκες. Ο δάκος φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές περιοχές με αυξημένη υγρασία, ενώ η εφαρμογή δολωματικών ψεκασμών έχει περιορίσει σε γενικά πλαίσια την προσβολή. Η κατάσταση για το γλοιοσπόριο παραμένει υπό έλεγχο, με τους παραγωγούς να λαμβάνουν μέτρα πρόληψης και ραντίσματα με χαλκό, ώστε να προλαμβάνεται και να θεραπεύεται. Η ποιότητα του λαδιού, σύμφωνα με τους ειδικούς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έγκαιρη συγκομιδή και την προστασία από ασθένειες, ενώ οι σύγχρονες ελαιουργικές υποδομές της περιοχής διασφαλίζουν ότι ο καρπός φτάνει άμεσα στο ελαιοτριβείο, χωρίς πολύωρη παραμονή, κρατώντας την ποιότητα δεδομένη.
Οι εκτιμήσεις για τις τιμές
Όσον αφορά τις τιμές, το τρέχον εύρος κυμαίνεται γύρω στα 4 – 4,50 ευρώ/κιλό για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, με τους παραγωγούς να σημειώνουν ότι η τιμή «είναι ένας πραγματικός τζόγος», καθώς επηρεάζεται από παραγωγές άλλων χωρών, με κυρίαρχη την Ισπανία. Η οικονομική διάσταση της καλλιέργειας είναι καθοριστική, αφού όταν υπάρχει καλή τιμή ο αγρότης επενδύει στις ελιές και στην καλλιέργεια, δημιουργώντας μια ουσιαστική «ανακύκλωση χρήματος» στο νομό, ενώ αντίθετα χαμηλές τιμές οδηγούν σε εγκατάλειψη καλλιεργειών και πώληση αγροτεμαχίων. Η προοπτική παραμένει, ωστόσο, αισιόδοξη, καθώς οι παραγωγοί συνεχίζουν τις προσπάθειες τους για υψηλή ποιότητα, σταθερή παραγωγή και βιώσιμη οικονομική δραστηριότητα.
«Η παραγωγή θα κριθεί από τις πρώτες ελαιοποιήσεις»
Ο προϊστάμενος της ΔΑΟΚ Π.Ε. Ηλείας Γιώργος Μικέογλου τόνισε ότι «η παραγωγή είναι σχετικά μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά» και με μία πρώτη εκτίμηση «είναι περίπου 40 με 50% μειωμένη σε μία πλήρη χρονιά». Επισήμανε ότι «η μικρότερη παραγωγή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα έχει και λιγότερο λάδι», ωστόσο είναι πολύ νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, καθώς «η παραγωγή θα κριθεί από τις πρώτες ελαιοποιήσεις». Υπογράμμισε ότι «οι ελιές λόγω της υγρασίας των βροχών τον Μάρτιο και τον Απρίλιο έχουν έρθει πιο μπροστά», φαινόμενο που φάνηκε σε ξερικά λιοστάσια όπου «τέλη Ιουνίου είδαμε τις ελιές όπως θα ήταν περίπου στα τέλη Αυγούστου».
Αναφερόμενος στα εντομολογικά προβλήματα σημείωσε ότι «ο καύσωνας περιόρισε τους πληθυσμούς του δάκου», καθώς «η ζέστη αυτή μείωσε τον πληθυσμό του εντόμου». Θύμισε ότι «πέρσι ήταν μία ιδανική χρονιά από άποψη εντομολογικών προσβολών» λόγω πολλών ημερών καύσωνα, ενώ φέτος «έχουμε κάποιο μικρό πρόβλημα, όμως έχει περιοριστεί». Εξήγησε ότι «ο δάκος προτιμάει τις δροσερές περιοχές», ξεκινώντας από την παραθαλάσσια ζώνη και επεκτεινόμενος προς το εσωτερικό, ενώ φέτος «είχαμε πολύ υψηλές υγρασίες στο ηπειρωτικό κομμάτι του νομού, οπότε και εκεί βλέπουμε αυξημένους πληθυσμούς». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «η αντιμετώπιση με τη δακοκτονία αλλά και οι θερμοκρασίες που υπήρχαν περιόρισαν το πρόβλημα». Για το γλοιοσπόριο σημείωσε ότι «δεν το αντιμετωπίζουμε εμείς», αλλά η μείωση του δάκου περιορίζει και την πιθανή εξάπλωσή του.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα ξεκαθάρισε πως «είναι πολύ ριψοκίνδυνο να κάνουμε κάποια πρόγνωση από τώρα», αφού «εξαρτάται από τις φροντίδες του ελαιοπαραγωγού, τον τρόπο συλλογής και τις κλιματολογικές συνθήκες». Για την τιμή ξεκαθάρισε ότι «δεν μπορούμε να μιλήσουμε» καθώς είναι θέμα «αγοράς και ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης» και «ο ρυθμιστικός παράγοντας της τιμής είναι σίγουρα η Ισπανία», όπου ακόμη «δεν ξέρουμε τι θα επακολουθήσει». Τόνισε πως «μία ενδεχόμενη καταστροφή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα» και πως πλέον τέτοια φαινόμενα δεν είναι απίθανα. Τέλος, αναφερόμενος στους ψεκασμούς είπε ότι «έχουμε κάνει ήδη δύο δολωματικούς και υπάρχει σχεδιασμός για ακόμα έναν», κάτι που θα εξαρτηθεί «από τις κλιματολογικές συνθήκες, τις συλλήψεις από το δίκτυο παγίδων και την εικόνα του καρπού», με τη διαβεβαίωση ότι «εάν υπάρξει πρόβλημα θα δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες στους παραγωγούς».
«Χρειάζεται παρέμβαση του κράτους για την προστασία παραγωγού και προϊόντος»
Ο αντιπρόεδρος της ΟΑΣΗ Χρήστος Γιαννόπουλος τόνισε ότι «σε ορισμένες περιοχές όπως η νότια Ηλεία, στη Ζαχάρω, το κλίμα ευνοεί φέτος την ανάπτυξη του δάκου» και σημείωσε ότι «έχουν γίνει δύο δολωματικές ψεκασμοί από τη ΔΑΟΚ Ηλείας και γίνονται και από τους ίδιους τους παραγωγούς», με αποτέλεσμα «να ανεβαίνει το κόστος». Επεσήμανε ότι «δεν γίνεται ράντισμα σε όλες τις περιοχές» και πως «κοινότητες που δεν ραντίζουν, κάνουν τα λιοστάσια εστίες που ευνοούν την εξάπλωση του δάκου», γεγονός που οδηγεί σε «πολλαπλασιαστικά προβλήματα και στη συνέχεια στο γλοιοσπόριο». Υπογράμμισε την ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά, λέγοντας ότι «δεν μπορούν να καλύψουν πλήρως τους παραγωγούς στις περιόδους έξαρσης», ενώ φέτος «λογικά θα γίνουν τρεις ψεκασμοί, αλλά δεν επαρκούν». Σημείωσε ότι «ο δολωματικός ψεκασμός δεν καταπολεμά το γλοιοσπόριο» και ότι «δεν υπάρχουν φάρμακα για αυτό», επομένως «ο ίδιος ο αγρότης πρέπει να παρέμβει». Ακόμη, ανέφερε ότι «η παραγωγή δεν είναι πολύ μεγάλη», με «μερικά δέντρα να έχουν καρπό και άλλα λίγες ελιές», και τόνισε ότι «στα ορεινά τα δέντρα διψούν» ενώ «στις χοντρές ελιές ο δάκος βρίσκει σάρκα για να εναποθέσει τα αυγά του και να συνεχιστεί ο κύκλος». Τέλος, για τις τιμές επισήμανε ότι «είναι παιχνίδια των εμπόρων» και πως «χρειάζεται παρέμβαση του κράτους για την προστασία του παραγωγού και του προϊόντος», τη στιγμή που σχολιάζει πως «το κόστος παραγωγής είναι κοντά στα 3,80 με 4 ευρώ», γεγονός που σε συνδυασμό με «την έλλειψη εργατικών χεριών» δημιουργεί «πρόβλημα στην έγκαιρη συγκομιδή και στην επόμενη παραγωγική περίοδο».
«Μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες για την επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο»
Ο πρόεδρος των Γεωπόνων Ηλείας Τάσος Τσάκωνας ανέφερε ότι «μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες για την επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο», καθώς φέτος «εξαιρώντας κάποιες προσβολές από δάκο, γενικά επειδή είναι ξηρό το καλοκαίρι δεν έχουμε ιδιαίτερες ασθένειες». Τόνισε ότι «ο δάκος θεωρείται εχθρός και όχι ασθένεια» και αυτή τη στιγμή «το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το εντομολογικό του δάκου», ενώ «το γλοιοσπόριο ακόμα δεν έχει κάνει την εμφάνισή του». Υπογράμμισε τη σημασία της προστασίας πριν την άνθηση και σε περιόδους βροχής, λέγοντας ότι «η παραγωγή πρέπει να έχει προστατεύσει την καλλιέργεια τέλος Απριλίου και όταν αλλάξει ο καιρός τώρα το Σεπτέμβριο να ξαναλάβει μέτρα προστασίας».
Σχετικά με την παραγωγή σημείωσε ότι «στο νομό μας θα είναι μέτρια» και ότι «χοντρικά θα κυμανθούμε στους 20 με 22.000 τόνους», ενώ η τιμή εμφανίζεται «καλή, περίπου στα 4,20 € για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο». Εξήγησε ότι «δεν θα υπάρχει τόσο μεγάλη παραγωγή όπως μας έλεγαν πριν μερικούς μήνες στην Ισπανία, κύριος που καθορίζει τις τιμές», γεγονός που αφήνει «λίγη αισιοδοξία ότι θα κυμανθεί από 4 € μέχρι 4,50 €». Τόνισε τη σημασία της Ισπανίας ως ρυθμιστή των τιμών, λέγοντας ότι «όταν εμείς κάνουμε στην καλύτερη περίπτωση 300.000 τόνους, η Ισπανία κάνει 1.500.000 τόνους» και σημείωσε ότι «είναι και πιο βιομηχανοποιημένη, έχει περισσότερες εκτάσεις αλλά δεν έχει την ποιότητα μας». Τέλος, αναφέρθηκε στους ψεκασμούς λέγοντας ότι «έχει γίνει ο δεύτερος από την περιφέρεια και αναμένεται ακόμα ένας», ενώ «οι παραγωγοί ετοιμάζονται πλέον για την καταπολέμηση του γλοιοσπορίου».
«Το λάδι μπορεί να πάει καλύτερα και να κρατήσει τιμές καλύτερες»
Ο πρόεδρος των Ελαιοτριβέων Βορείου Ηλείας Νίκος Βασιλακόπουλος, υπογράμμισε ότι «το λάδι της παραγωγής 24-25 έχει τιμή 4,10 ευρώ» και πως «τα 4 ευρώ αυτή τη στιγμή είναι πάρα πολύ καλά», δείχνοντας ότι «το λάδι μπορεί να πάει καλύτερα και να κρατήσει τιμές καλύτερες». Παρά τις αβεβαιότητες, εξέφρασε την αισιοδοξία του λέγοντας «θέλω να πιστεύω πως το σκηνικό θα πάει καλά» καθώς «ο καρπός της ελιάς δείχνει πολύ καλός, παρά τις ζέστες».
Για τον δάκο ανέφερε ότι «οι εντομοπαγίδες που έχουν τοποθετηθεί σε ελαιώνες που δεν ψεκάζουν είναι αδειανές», γεγονός που σημαίνει ότι «δεν υπάρχει προσβολή του δέντρου». Ωστόσο, για το γλοιοσπόριο επισήμανε ότι «δεν εξαρτάται από το δέντρο και δεν μπορεί να το προνοήσει κανείς», αλλά «αν ραντιστεί όπως πρέπει, προλαμβάνεται και θεραπεύεται». Τόνισε ότι «ο εχθρός του γλοιοσπορίου είναι ο χαλκός» και πως «ένα χαλκούχο φάρμακο θα μπορούσε να βοηθήσει» τους παραγωγούς, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που «χρειάζεται μόνο ράντισμα με χαλκό».
Σε σχέση με τις τιμές της νέας περιόδου δήλωσε ότι «σύμφωνα με την τωρινή τιμή ευελπιστούμε ότι θα πάμε μπροστά». Αναφορικά με την ποσότητα σημείωσε ότι «θα κριθεί από το δέντρο», καθώς σε ορισμένα μέρη «είναι αρκετά καλή η παραγωγή και σε μερικά όχι». Την ποιότητα, ωστόσο, τη συνέδεσε άμεσα με το «μάζεμα του παραγωγού» και την απουσία ασθενειών. Επισήμανε ακόμη ότι «οι ελαιουργικές μονάδες έχουν αναπτυχθεί», καταργώντας σε μεγάλο βαθμό «τη μεταφορά του σακιού» και χρησιμοποιώντας «μεγάλες πλαστικές κλούβες» που βοηθούν στην καλύτερη απόδοση. Τέλος, σημαντικό θεωρεί το ότι «δε μένουν για πολύ καιρό στο ελαιοτριβείο» οι καρποί, κάτι που διασφαλίζει, όπως εκτίμησε, ότι «η ποιότητα είναι δεδομένη γιατί εξαρτάται από την παραμονή του ελαιοκάρπου στα τσουβάλια».
«Την κατάσταση δυσκολεύει και η κλιματική αλλαγή»
Ο πρόεδρος των Ελαιοπαραγωγών Κάστρου–Κυλλήνης Στάθης Αρβανίτης επισήμανε ότι «ο δάκος είναι περισσότερο ένα τοπικό φαινόμενο», καθώς «σε περιοχές με περισσότερη υγρασία ευνοείται η ανάπτυξή του, ενώ σε πιο ξέρα κλίματα όχι». Ανέφερε ότι «έχουν υπάρξει δολωματικοί ψεκασμοί, αλλά μερικές φορές δεν είναι αρκετό», ενώ υπενθύμισε ότι «έχουν τύχει χρονιές όπου οι δολωματικοί ψεκασμοί δεν ήταν αρκετοί για να καλύψουν τις ανάγκες». Όπως εξήγησε, «την κατάσταση δυσκολεύει και η κλιματική αλλαγή».
Υπενθύμισε ότι «πέρυσι ήταν καλή χρονιά δίχως δάκο και γλοιοσπόριο», που έδωσε «άριστη ποιότητα λαδιού», ενώ ευχήθηκε να συνεχίσει δυναμικά και φέτος. Σημείωσε ότι «οι αγρότες πλέον δεν είναι τόσο ανυποψίαστοι» απέναντι στο γλοιοσπόριο και «έχουν κάνει από την πλευρά τους ό,τι μπορούν για να το αποφύγουν». Διαπίστωσε ότι «μέχρι στιγμής ο δάκος έχει καταπολεμηθεί σε γενικά πλαίσια» και ότι «η ποιότητα φαίνεται καλή, κάτι όμως που παίζεται μέχρι και την τελευταία στιγμή». Για την περιοχή του Κάστρου υπογράμμισε ότι «κάθε χρονιά είναι καλή» λόγω του μεγάλου αριθμού δέντρων, γεγονός που εξασφαλίζει ικανοποιητική παραγωγή.
Όσον αφορά την τιμή, τόνισε ότι «ευχή όλων να είναι καλή για να μπορέσει ο ελαιοπαραγωγός να συνεχίσει να καλλιεργεί», καθώς έχει αποδειχθεί ότι «με αυτό τον τρόπο ο αγρότης επενδύει στις καλλιέργειες του» και έτσι «γίνεται ουσιαστικά ανακύκλωση χρήματος». Αντίθετα, «εάν δεν υπάρχουν έσοδα, η κυκλική οικονομία παύει», με αποτέλεσμα «στις δύσκολες χρονιές να υπάρχει εγκατάλειψη καλλιεργειών και πώληση αγροτεμαχίων».
Εξέφρασε επίσης ανησυχία για τα κόστη, λέγοντας ότι «έχουν αυξηθεί τα αγροεφόδια αλλά και οι τιμές από πλευράς εργατών γης» με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος. Ειδικά για τους τελευταίους θεωρεί πως «πέρα από το ότι δεν βρίσκεις, τα μεροκάματα είναι ακριβά» και «είναι μία χρονοβόρα διαδικασία» η εύρεσή τους. Επεσήμανε την ανάγκη να μειωθεί «η γραφειοκρατία που είναι αρκετά μεγάλη και χρονοβόρα» και κάλεσε το κράτος «να επιχορηγήσει εργατικές κατοικίες», ώστε «οι άνθρωποι αυτοί να ζουν σε ανθρώπινες συνθήκες». Προειδοποίησε τέλος ότι «αν δεν υπάρχουν αυτές οι υποδομές, ο εργάτης γης από το εξωτερικό θα προτιμήσει να μην έρθει».
«Η ποσότητα θα είναι μειωμένη τουλάχιστον 40 με 50% από πέρυσι»
Ο ιδιοκτήτης της «Ελαιουργικής» Ευθύμιος Τσαούσης ανέφερε ότι «οι φετινές καλλιέργιες φαίνεται πως έχουν ένα ποσοστό δάκου», κάτι που επηρεάζει τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα, αφού «η ποιότητα της φετινής χρονιάς δεν φαίνεται ότι θα είναι τόσο καλή» και «η ποσότητα θα είναι μειωμένη τουλάχιστον 40 με 50% από πέρυσι». Εξήγησε ότι «ο δάκος που εμφανίστηκε φέτος οφείλεται κυρίως στη μικρή παραγωγή και στην υγρασία», σε αντίθεση με πέρυσι όπου «τα δέντρα ήταν γεμάτα και η υγρασία λιγότερη». Για τις τιμές υπογράμμισε ότι «είναι πολύ νωρίς να εκφέρουμε άποψη αν δεν ανακοινώσει η Ισπανία για την παραγωγή της», καθώς «είναι η ρυθμίστρια χώρα».
«”Πραγματικός τζόγος” η τιμή, αφού δεν εξαρτάται από εμάς»
Ο ελαιοτριβέας Διονύσης Ψάρρης ανέφερε ότι «δεν έχει τόσο μεγάλη παραγωγή όσο πέρυσι», ενώ χαρακτήρισε «πραγματικό τζόγο» την τιμή, καθώς «δεν εξαρτάται από εμάς». Εξήγησε ότι «λέγανε πως η Ισπανία έχει υπερπαραγωγή, όμως τώρα αναφέρουν ότι ίσως έχει υποστεί κάποια ζημιά» και έτσι «υπάρχει ενδεχόμενο να έχουμε αύξηση τιμής». Ωστόσο, όπως τόνισε, «τέτοιες πληροφορίες ακούγονται συχνά» και θα χρειαστεί «να περιμένουμε μέχρι και την έλεος συγκομιδή» για να φανεί η πραγματική πορεία. Για την ποιότητα σημείωσε ότι «φαίνεται αρκετά καλή και ο ελαιόκαρπος καθαρός», αλλά μια πιο σαφή εικόνα θα υπάρξει «αφότου μπουν στο ελαιοτριβείο τα πρώτα λάδια» ώστε να διαπιστωθεί αν επηρεάστηκαν «είτε από δάκο είτε από γλοιοσπόριο». Επεσήμανε επίσης ότι «σίγουρα θέλουμε λίγη βροχή τους μήνες που απομένουν» γιατί «είναι κάτι που θα βοηθήσει». Τέλος, υπογράμμισε ότι «η τιμή αυτή τη στιγμή βρίσκεται λίγο πάνω από 4 €» και πως «δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί μέχρι την έλεος συγκομιδή», εκφράζοντας την ελπίδα ότι «θα διατηρηθεί και θα αυξηθεί αν είναι δυνατόν», κάτι που «θα είναι ικανοποιητικό για όλους».
«Η παραγωγή θα είναι τουλάχιστον ένα τρίτο μειωμένη»
Ο παραγωγός Σταύρος Θεοφιλόπουλος τόνισε πως «οι παραγωγές έχουν δάκο» αλλά όχι σε μεγάλα ποσοστά, ενώ για το γλοιοσπόριο «είναι νωρίς ακόμα» και συνήθως «εμφανίζεται αρχές Νοεμβρίου». Επισήμανε ότι «η παραγωγή θα είναι τουλάχιστον ένα τρίτο μειωμένη» σε σχέση με πέρυσι, καθώς «η προηγούμενη χρονιά ήταν πολύ φορτωμένα τα δέντρα και ήταν παραγωγική», ενώ φέτος «δεν είναι απογοητευτική χρονιά, όμως δεν έχει την παραγωγή της προηγούμενης». Όσον αφορά τις τιμές, παραδέχτηκε πως «είναι ένα παιχνίδι κάθε χρονιά» και «η Ισπανία είναι ρυθμιστής της κατάστασης», κάτι που καθιστά αδύνατο να προβλεφθεί η πορεία τους. Υπενθύμισε πως «όλοι έλεγαν να κρατηθεί το λάδι στις αποθήκες και πως το καλοκαίρι θα φτάσει σε υψηλές τιμές, πράγμα που δεν έγινε ποτέ». Θεωρεί πως «εάν ξεκινήσει στα 5 € και διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα, θα είναι καλά», αλλά τόνισε ότι «οι υψηλές τιμές των προηγούμενων ετών έδωσαν πάτημα στους εργάτες γης να ανεβάσουν τα μεροκάματα», με αποτέλεσμα «χαμένος να είναι ο παραγωγός αφού όλα έχουν ανέβει σε τιμές». Αναφερόμενος στις καλλιεργητικές συνθήκες σημείωσε ότι «η ελιά πλέον θέλει ποτίσματα για να αντέξει το καλοκαίρι», καθώς «έχει αλλάξει το κλίμα με τις ζέστες να είναι περισσότερες». Επισήμανε τέλος ότι «η περσινή χρονιά λόγω ξηρασίας δεν ευνόησε τις ασθένειες» και ότι «μέχρι στιγμής δεν έχει βρέξει», με αποτέλεσμα να υπάρχει «λίγος δάκος» αλλά «κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθούν οι ασθένειες μέχρι το μάζεμα».
«Με τα μεροκάματα και με τις τιμές έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα»
Ο παραγωγός Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος επισήμανε πως «υπάρχει σημαντικός πληθυσμός δάκου» φέτος, για τον οποίο «ραντίζουμε και από μόνοι μας αλλά και η περιφέρεια με τα προγράμματα της», χρησιμοποιώντας «βιολογικά φάρμακα προκειμένου να μην επηρεάσουμε την καλλιέργεια». Προειδοποίησε ότι «ο δάκος θα επηρεάσει και την ποιότητα και την ποσότητα», με την τελευταία να φαίνεται «λίγο μικρότερη».
Σε σχέση με το μάζεμα, τόνισε ότι «με τα μεροκάματα και με τις τιμές έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα», αφού «οι τιμές δεν είναι όπως πέρυσι που ξεκίνησε με 7 €» και «σίγουρα θα είναι λιγότερο». Σημείωσε ότι «τα μεροκάματα έχουν πάει 60 με 70 €» και εκτίμησε πως «χωράφια με λίγες ελιές δεν θα συμφέρει πλέον να μαζευτούν, αφού δεν θα βγαίνουνε πλέον να τα πληρώνουν οι παραγωγοί». Αναφερόμενος στις διεθνείς εξελίξεις παραδέχτηκε ότι «εξαρτιόμαστε από άλλες χώρες όπως η Ισπανία, η Τυνησία κι άλλες», ενώ «όταν θα έχουμε μία ξεκάθαρη εικόνα κυρίως από την πρώτη που διαμορφώνει και τις τιμές, τότε θα βγει και η τιμή». Πρόσθεσε ότι «η Τουρκία θα βρίσκεται περίπου 40% λιγότερο από πέρυσι» και πως «η Ιταλία που πήγαινε συνήθως μέχρι 220.000 τόνους τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται πως μπορεί να φτάσει φέτος τους 300.000 τόνους».
Τέλος, στάθηκε στο «σοβαρό θέμα με το ελαιοκομικό μητρώο», λέγοντας ότι «δεν φτιάχνεται μέσα σε ένα μήνα και σίγουρα θα έχει προβλήματα».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr