Το τηλεφώνημα των Ομπάμα και Πούτιν, το «τελειώσαμε», το «πάμε να φύγουμε, να τους ξεφτιλίσουμε εμείς» του Νίκου Παππά και το «δεν πρόκειται να φύγουμε, αν δεν κλείσουμε τη συμφωνία» του Ντόναλντ Τουσκ μετά τη δεκαεπτάωρη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες στον απόηχο του δημοψηφίσματος και του «Όχι» του ελληνικού λαού στο νέο πακέτο μέτρων λιτότητας και μεταρρυθμίσεων. Λίγες ημέρες αργότερα, η τότε ελληνική κυβέρνηση κατέληξε να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο με τους αποκαλούμενους «θεσμούς».
Ο Αλέξης Τσίπρας στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε σήμερα Δευτέρα 24 Νοεμβρίου παραθέτει τη δική του εκδοχή και επιπρόσθετα κάποια αποκαλυπτικά «στιγμιότυπα» της περιόδου: Όπως την συνομιλία που είχε τον Ιούνιο με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αλλά και το τηλεφώνημα που είχε με τον, τότε, Αμερικανό πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, εν μέσω της «θύελλας» της διαπραγμάτευσης με τους λεγόμενους «Θεσμούς».
Το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και η πρώτη συνεδρίαση του Eurogroup μετά το δημοψήφισμα
«Η συζήτηση συνεχίστηκε για αρκετή ώρα παρά τις διαφορές μας», γράφει ο Αλέξης Τσίπρας για την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στις 6 Ιουλίου 2015, την επομένη του δημοψηφίσματος, προσθέτοντας «η σύσκεψη διακόπηκε δύο φορές. Μία για να μιλήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον Γάλλο ομόλογό του και μία για να μιλήσω με τον Πούτιν. Άρχισε με τα συγχαρητήρια. Μου είπε ότι αυτό που είχαμε πράξει την προηγούμενη μέρα, θα γραφόταν στην ιστορία με χρυσά γράμματα, ότι είχαμε πετύχει μία ιστορική νίκη», όπως σημειώνεται στο βιβλίο.
«Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, έχεις να μου πεις κάτι άλλο σε σχέση με την επόμενη ημέρα; Κάποια συμβουλή; Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο Αλέξης Τσίπρας με νόημα τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Εσύ θα αποφασίσεις τι πρέπει να κάνεις, αλλά πιστεύω ότι μια βιώσιμη συμφωνία θα είναι καλή για όλους» απάντησε ο Ρώσος πρόεδρος.
«Εντάξει σε ευχαριστώ πάρα πολύ», αποκρίθηκε ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας.
«Το πρωί της Τρίτης 7 Ιουλίου, έγινε το πρώτο Eurogroup μετά το δημοψήφισμα», αναφέρεται στο βιβλίο, πριν περιγραφούν με παραστατικότητα όλες οι στιγμές της περίφημης 17ωρης διαπραγμάτευσης.
Στο βιβλίο επισημαίνεται: «Έφτασα στη Σύνοδο Κορυφής έχοντας αντιφατικά συναισθήματα. Ναι μεν ήμασταν οι θριαμβευτές του δημοψηφίσματος κι αυτό ενίσχυε τη διαπραγματευτική μας θέση, αλλά από την άλλη καταλάβαινα ότι οι σκληροί θα μας περίμεναν στη γωνία, ακόμη πιο επιθετικοί.
Δεν ήμουν σίγουρος, δηλαδή, πως αν τα ξεπερνούσαν, κι εγώ τους έλεγα «δεν πάτε στον διάολο» και έφευγα, θα μπορούσα να επιστρέψω. Φοβόμουν, πραφματικά, ότι εκεί μπορεί να έπαιρνε το πάνω χέρι η ομάδα εκείνων που ήθελαν να μας τελειώσουν και να γινόταν ένα κραχ.
Στις Βρυξέλλες δέχτηκα τηλεφώνημα από τον Πρόεδρο του ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Ήμουν στο ξενοδοχείο, λίγο πριν αναχωρήσω για τη Σύνοδο. Αφού μου έδωσε συγχαρητήρια για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, μου είπε: «Έχω ένα καλό και ένα κακό να σου μεταφέρω»
«Το καλό είναι ότι μετά τη νίκη σου στο δημοψήφισμα, είσαι ο κυρίαρχος των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα».
«Και το κακό;», τον ρώτησα.
«Το κακό είναι ότι έχουν συσπειρωθεί απέναντί σου δυνάμεις που θέλουν σήμερα να τορπιλίσουν τη διαπραγμάτευση τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Υπάρχει ένα ισχυρό μπλοκ, που θέλει, για λόγους κυρίως πολιτικούς, να μην ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση σήμερα και να οδηγηθείτε στο εθνικό νόμισμα. Δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες, αλλά ένα πράγμα σου ζητάω, να είσαι ψύχραιμος. Και να ξέρεις ότι εμείς θα είμαστε καθ’ όλη τη διάρκεια on board, θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις και παρασκηνιακά θα παρέμβουμε αν χρειαστεί».
Αυτή ήταν η κίνηση του Ομπάμα. Μου έδινε δηλαδή το σήμα ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν μαζί μου, αλλά έπρεπε να είμαι ψύχραιμος απέναντι στις προκλήσεις, γιατί δεν είχε απεριόριστη επιρροή στις εξελίξεις. Το παρασκήνιο, το έμαθα εκ των υστέρων.
Οι Αμερικανοί και ο Σοσιαλδημοκράτης Αντικαγκελάριος Γκάμπριελ πίεζαν τη Μέρκελ προς την κατεύθυνση της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ. Ενώ ο Σόιμπλε, με τον Ολλανδό συντηρητικό Πρωθυπουργό Ρούτε και τους άλλους σκληρούς της Ευρωζώνης, πίεζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και η Μέρκελ βρισκόταν μπροστά σε δίλημμα. Όπως πρέπει να ομολογήσω πως σε ένα διαφορετικό δίλημμα, με την ίδια όμως βάση, βρισκόμουν κι εγώ».
Σε άλλο σημείο, ο κ. Τσίπρας γράφει: «Παρά τα ξεσπάσματα που είχα κάποιες στιγμές, παρέμεινα ψύχραιμος απέναντι στις προκλήσεις», όμως, στέκεται σε ένα σημείο που εκτροχιάστηκε η συζήτηση: «Ήταν κάπου κοντά στις 5 το πρωί. Τότε τέθηκε από τους εταίρους το ζήτημα της έδρας και της Διοίκησης του Ταμείου Αξιοποίησης της Περιουσίας του Δημοσίου, του γνωστού Υπερταμείου. Ασφαλώς γνώριζαν, ή θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να δεχτώ να μεταφερθεί η περιουσία της Ελλάδας, 50 δισ. ευρώ, προς ιδιωτικοποίηση σε Ταμείο με έδρα το Λουξεμβούργο ή οπουδήποτε εκτός Ελλάδας. Και με διοίκηση ξένων. Ήταν η βαθιά προσβλητική και αποικιοκρατικού τύπου απαίτηση. Κι όμως αυτό απαιτούσαν με επιμονή.
Ήταν η στιγμή που ήρθε η έκρηξη. Στάθηκα απέναντί τους, τους είπα με φορτισμένη φωνή και χωρίς καμιά διάθεση να κρυφτώ τα «Εντάξει, μπορείτε να γυρίσετε πίσω και να πείτε πως πήρατε την απόφαση να διώξετε την Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Αλλά να το πείτε καθαρά: ήταν δική σας η ευθύνη. Γιατί αυτό που ζητάτε δεν είναι συμφωνία· είναι εξευτελισμός. Και δεν είμαστε μια χώρα που ηττήθηκε σε πόλεμο, είμαστε μια χώρα που διαπραγματεύεται με αξιοπρέπεια. Μην το ξεχνάτε αυτό».
Στο παρασκήνιο όλης αυτής της πίεσης, της οργανωμένης θέσης που δεχόμασταν, φαινόταν καθαρά το χέρι του Σόιμπλε. Όλα, απλώς συμμετείχε, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, έσερνε τον χορό. Ήθελε την Ελλάδα εκτός ευρώ. Ήθελε να μας σπρώξει στην έξοδο και να χρεώσει σε εμένα το γεγονός. Να παρουσιαστώ ως αυτός που δήθεν εξαπάτησε τον λαό του, κερδίζοντας με ψεύτικα το δημοψήφισμα. Ο ριζοσπαστικός αριστερός που δεν ήθελε ποτέ τη συμφωνία. Να τελειώσει εμένα μαζί με την Ελλάδα.
Δεν άντεξα άλλο. Σηκώθηκα και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ανέβηκα στον επάνω όροφο, κοίταξα τους δικούς μου στα μάτια και τους είπα, απλά, κουρασμένα: «Τελείωσε».
Μπήκα στο γραφείο της ελληνικής αντιπροσωπείας. Εκεί διαμόρφωσα μια πρώτη εικόνα για το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, που ήταν στη γραμμή «Μην κάθισαι άλλο, σήκω φύγε». Στην αίθουσα ήταν ο Δραγασάκης. Καθόταν αμίλητος σε μια καρέκλα, με τους αγώνες στηριγμένους στο τραπέζι και τα χέρια να κρατάνε το κεφάλι του.
Ήταν αποκαμωμένος και ψυχικά διαλυμένος. Του λέω «Γιάννη, θα αντέξουν οι τράπεζες;». «Δεν ξέρω», μου απάντησε. Ο Παππάς, πιο ενθουσιώδης και εύφλεκτος από χαρακτήρα είπε: «Πάμε να φύγουμε, να τους ξεφτιλίσουμε εμείς». Στη σκέψη ότι θα έπρεπε να συνθηκολογήσουμε, άρχισε να τον πιάνει πανικός: «Και πώς θα γυρίσουμε πίσως Δεν θα έχουμε κόμμα, δεν θα έχουμε κυβέρνηση, δεν θα έχουμε λαό». Ήταν πιο πολύ δύσκολη απόφαση έτσι κι αλλιώς».
Ακόμη, σημειώνεται στο βιβλίο: «Αυτή την απόφαση δεν υπήρχε άλλος για να την πάρει, παρά μόνο εγώ. Εγώ! Ήμουν κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού. Ήξερα ότι δεν είχα δικαίωμα να ρίξω τη χώρα μου στον γκρεμό. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν είχα δικαίωμα να υποθηκεύσω τη δημόσια περιουσία και να οδηγήσω στον εξευτελισμό τον λαό μας κι εμάς που τον εκπροσωπούσαμε αυτές τις δύσκολες ώρες. Δεν θα έκανα πίσω. Είχα πάρει την απόφαση να φύγω, αν δεν έκαναν πίσω στην ταπεινωτική τους απαίτηση.
Ξανακατεβαίνω κάτω. Αρχίζουν και μαζεύονται όλοι και όταν ξαναρχίζει η συνεδρίαση παίρνω τον λόγο: «Είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι. Έχετε άλλη πρόταση ή να φύγουμε;» Αυτοί ξανά τα ίδια. «Αυτό είναι ντροπή», τους λέω, «δεν έχει κανένα νόημα να το συνεχίσουμε» – και φεύγω ξανά. «Σταματάει εδώ. Γεια σας»!
Για δεύτερη φορά έφυγα από την αίθουσα. Μάλιστα, τότε σηκώθηκαν και μάζεψαν τα πράγματά τους να φύγουν και κάποιοι άλλοι αρχηγοί, θεωρώντας ότι ναυάγησε οριστικά η διαπραγμάτευση.
Όπως κατευθυνόμουν για το γραφείο μας, περπατώντας στον διάδρομο, αισθάνθηκα να με ακολουθεί κάποιος τρέχοντας. Ήταν ένας εύσωμος Γάλλος αστυνομικός, που ερχόταν ασθμαίνοντας προκειμένου να με σταματήσει και από πίσω του ακολουθούσε ο Ολάντ.
Μπήκαμε μαζί στο γραφείο της ελληνικής αποστολής. Καθίσαμε αποκαμωμένοι στον μικρό καναπέ, ο ένας στη μία άκρη και ο άλλος στην άλλη, και άρχισε να μου λέει: «Όχι, Αλέξη, δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό. Πρέπει να μείνουμε να ανατρέψουμε αυτή την απόφαση».
Είχε πραγματικά μεγάλη αγωνία και ήταν οργισμένος από τον τρόπο που συμπεριφερόταν στην Ελλάδα ο Σόιμπλε.
Μετά τον Ολάντ, ήρθε στο γραφείο μας ο Τουσκ για να μου πει πως θα έπαιρνε άμεσα πρωτοβουλία να γεφυρώσει τις διαφορές και να καταλήξουμε σε συμφωνία. «Δεν πρόκειται να φύγουμε, αν δεν κλείσουμε τη συμφωνία», μου είπε.
Ποιος ήταν εκείνη την ώρα οι διαφορές μας; Εγώ, για να υπάρξει διέξοδος, αποδέχτηκα τη δημιουργία ενός Ταμείου για τη δέσμευση και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά ήθελα να είναι ένα Ελληνικό Sovereign Wealth Fund, δηλαδή ήθελα να έχει αναπτυξιακό σκοπό το Ταμείο. Ένα Ταμείο που θα αξιοποιούσε την περιουσία με μακροπρόθεσμη στρατηγική, και όχι απλώς να την εκποιούσε. Αντιπρότεινα, λοιπόν, να έχει έδρα την Αθήνα και να διοικείται από Έλληνες. Αυτοί ήθελαν ένα Ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, που θα είχε έδρα το Λουξεμβούργο, θα διοικούνταν από ξένους και τα έσοδα θα πήγαιναν αποκλειστικά στην αποπληρωμή του χρέους. Αυτό ήταν το πεδίο της διαφωνίας.
Κερδίσαμε έδαφος βήμα βήμα, μέσα από λεκτικούς διαξιφισμούς και ενστάσεις. Αρχικά έκαναν κάποια βήματα πίσω, την πρώτη τη φορά που επέστρεψα στην αίθουσα. Είπαν ότι δέχονταν να είναι το Υπερταμείο κατά 25% Sovereign Fund και κατά 75% για την αποπληρωμή του χρέους. Αποδέχονταν επίσης να έχει έδρα την Ελλάδα, αλλά ήθελαν ξένους να το διοικούν. Και εκεί η ένταση κορυφώθηκε εκ νέου και εγκατέλειψα την αίθουσα για δεύτερη φορά. Τότε ο Τουσκ πρότεινε το 50-50: 50% των εσόδων θα πήγαιναν στο χρέος και 50% θα ήταν Sovereign Fund. Πρότεινε, επίσης, η έδρα του Ταμείου να είναι στην Ελλάδα και να διοικείται κατά πλειοψηφία από Έλληνες. Και εκεί βρέθηκε η χρυσή τομή.
Όταν τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις και καταφέραμε να φτά- σουμε σε συμφωνία, ήρθε η Μέρκελ στο γραφείο της ελληνικής αντιπροσωπείας, αποκαμωμένη και χλομή από την κούραση, και μου είπε: «Αλέξη, έχω κάνει στη ζωή μου χιλιάδες ώρες διαπραγματεύσεων. Έχω βρεθεί σε διαπραγμάτευση για την Ουκρανία, έξω να έχει βομβαρδισμούς, διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν, αυτό το πράγμα όμως δεν το έχω ξαναζήσει».
Ακόμη, σημειώνεται: Είχε πλέον ενημερώσει. Ήταν Δευτέρα 13 Ιουλίου. Όταν συμφωνήσαμε, ανεβήκα στο γραφείο της ελληνικής αποστολής. Εκεί βρίσκονταν ο Δραγασάκης, ο Κοτζιάς, ο Παππάς, ο Τσακαλώτος, ο Καλπαδάκης και ο Χουλιαράκης. Εγώ, τελείως αποκαμωμένος την κούραση, ξάπλωσα στον καναπέ και τους είπα: «Τελειώσαμε!». Δεν ήταν σαφές, ούτε καν σε μένα, αν εννοούσα τη συνεδρίαση ή αναφερόμουν σε εμάς.
Όλοι ήταν άυπνοι, αμίλητοι και προβληματισμένοι. Ο Δραγασάκης, που είχε ίσως καλύτερη εικόνα για τις αντοχές των τραπεζών, έμοιαζε προβληματισμένος, αλλά και ιδιαίτερα ανακουφισμένος. Ο Κοτζιάς ήταν από τους λίγους που είχε θετική ψυχολογία: «Δώσαμε έναν ηρωικό αγώνα, κάναμε μια ηρωική διαπραγμάτευση και πετύχαμε πολλά για την πατρίδα. Να, καθίστε να απαριθμήσουμε τα θετικά της συμφωνίας».
Εκείνη τη στιγμή, εγώ ήμουν κατάκοπος, σχεδόν διαλυμένος. Δεν ήταν μόνο οι δεκαεπτά ώρες της διαπραγμάτευσης, το ξενύχτι, οι σκληρές αντιπαραθέσεις, που συχνά δοκίμαζαν τα όριά μου, την ψυχραιμία μου. Αισθανόμουν σαν τον μαραθωνοδρόμο, που φτάνει στον τερματισμό, διανύοντας τα τελευταία μέτρα όχι με τις δυνάμεις των ποδιών του, αλλά με αυτές της ψυχής του. Και κάθε φορά που πήγαινα να τερματίσω, μετακινούσαν προς τα πίσω τη γραμμή του τερματισμού και υποχρεωνόμουν να βρω νέες ψυχικές δυνάμεις για να αντέξω. Τελικά, πιστεύω πως ούτε εγώ ούτε κανείς θα είχε αντέξει, αν δεν είχαμε την αίσθηση ότι η μάχη μας ήταν δίκαιη για την πατρίδα και δεν είχαμε τη στήριξη του λαού.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr
