25η Μαρτίου: Οι Ήρωες του 1821 στην Εύβοια – Από τον Αγγελή Γοβιό στον Νικόλαο Κριεζώτη
Ειδησεις ευβοια

25η Μαρτίου: Οι Ήρωες του 1821 στην Εύβοια – Από τον Αγγελή Γοβιό στον Νικόλαο Κριεζώτη

Οι ήρωες της Επανάστασης που έζησαν και έδρασαν στην Εύβοια

Με αφορμή την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, ας αναφερθούμε στους μεγάλους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης που έζησαν και έδρασαν στην Εύβοια.

Νικόλαος Κριεζώτης

Ο Νικόλαος Κριεζώτης, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης γεννήθηκε το 1785 στο ορεινό χωριό Αργυρό, [Βίρα], της επαρχίας Καρυστίας. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1853 και κηδεύθηκε στον ναό της Αγίας Φωτεινής, στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.

Ο Νικόλαος Κριεζώτης (1785-1853) ήταν οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821, από τους διαπρεπέστερους. Γονείς του ήταν ο βοσκός Ισίδωρος και η Χρυσή Χαραχλιάνη, οι οποίοι είχαν τέσσερα ακόμη παιδιά τον Κωνσταντίνο, το Γρηγόριο που έγινε καλόγερος τη Σοφία και την Καλή. Δεν είχε αποκτήσει καμία ιδιαίτερη μόρφωση και ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Χαραχλιάνης, από τη διαμονή της οικογένειας του στο χωριό Κριεζή της Εύβοιας, πήρε το όνομα Κριεζώτης, αν και υπέγραφε πάντα ως Γκριτζιώτης.

Πριν την επανάσταση του 1821, εγκαταστάθηκε στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας, όπου εργάστηκε ως επιστάτης και κεχαγιάς του πάμπλουτου Καραοσμάνογλου. Η έκρηξη της Επανάστασης τον βρήκε στη φυλακή, γιατί είχε σκοτώσει σε φιλονικία έναν Τούρκο. Απέδρασε τότε μαζί με τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, ο οποίος επίσης αναδείχτηκε οπλαρχηγός τα χρόνια της Επανάστασης. Στην αρχή κατατάχτηκε και στο σώμα του Αγγελή Γοβγίνα και λίγο μετά σχημάτισε δικό του σώμα, με το οποίο πολέμησε στην Εύβοια μαζί με τον Μαυροβουνιώτη.

Μετά το θάνατο των οπλαρχηγών Γοβγίνα και Μαυρομιχάλη απέμεινε ο μοναδικός σημαντικός οπλαρχηγός στην Εύβοια. Στον εμφύλιο πόλεμο τάχθηκε κατά των αντικυβερνητικών και στη συνέχεια ακολούθησε το σώμα του Καραϊσκάκη στην Ανατολική Στερεά.

Από τότε που αποφασίστηκε η δημιουργία ισχυρού στρατοπέδου στην Ανατολική Στερεά, κατατάχτηκε σε αυτό κάτω από την αρχηγία του Καραϊσκάκη και πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες που έγιναν στην Αττική από τον Ιούνιο του 1826. Μετά το θάνατο του Γκούρα διατάχτηκε και ανέλαβε την οργάνωση της άμυνας της Ακρόπολης, στην οποία παρέμεινε και με άλλους αγωνιστές μέχρι την παράδοση της.

Στην εποχή του Όθωνα διορίστηκε νομοεπιθεωρητής Ευβοίας, με το βαθμό του συνταγματάρχη και αργότερα τιμήθηκε με το παράσημο του ταξίαρχου και διετέλεσε υπερασπιστής του Όθωνα. Στην αντιοθωνική εξέγερση, όμως, πήρε μέρος με τους φιλελεύθερους. Στις πρώτες εκλογές αναδείχτηκε βουλευτής Εύβοιας και στη Βουλή συνέχισε την αντιδυναστική του δράση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί στη Χαλκίδα.

Απελευθερώθηκε, όμως, από ένα στρατιώτη και κήρυξε την τρίτη αντιδυναστική επανάσταση κατά του Όθωνα, του 1847, αφού κλείστηκε στο φρούριο της Χαλκίδας.

Εναντίον του στάλθηκε δύναμη, με επικεφαλής το Γαρδικιώτη Γρίβα. Σε μια από τις συγκρούσεις τραυματίστηκε βαριά. Το κίνημα του Κριεζώτη απέτυχε και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και την Προύσα, όπου οι ομογενείς τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι τουρκικές αρχές του έδειξαν το σεβασμό τους. Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και δέχτηκε να υπογράψει αίτηση χάριτος, που θα του επέτρεπε την επιστροφή του στην πατρίδα.

Το 1863 επιτράπηκε η ανακομιδή των οστών του και η επίσημη τελετή έγινε στις 13 Οκτωβρίου 1863, ενώ λόγους εκφώνησαν οι Ν. Αποστολίδης, Π. Κουπιτώρης και στο μνημόσυνο ο Στ. Δούκας. Οι ομιλητές διατύπωσαν την άποψη ότι δεν πέθανε από φυσικά «αλλ’ υπό χειρός τεχνικωτάτου δολοφόνου», αφήνοντας υπόνοιες ότι πρόκειται για θάνατο από δηλητήριο που δεν ανιχνεύονταν.

Ο Δήμος Χαλκίδας αποφάσισε στις 5 Απριλίου 1863, την ανέγερση μνημείου προς τιμήν του, ενώ τα οστά του φυλάσσονται σε οστεοθήκη στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο δημοτικό διαμέρισμα Μύτικα.

Στην Χαλκίδα σώζεται μέχρι σήμερα η κατοικία του Νικόλαου Κριεζώτη, πρώην κατοικία του Ομέρ Πασά, όπου σήμερα φιλοξενεί τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομού Ευβοίας.

Η προτομή του υπάρχει στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και το όνομά του έχει δοθεί σε κεντρικό δρόμο της Χαλκίδας. Στο χωριό Τριάδα σώζεται το σπίτι που έζησε και το οποίο το 1981 καταστράφηκε από φωτιά και αναπαλαιώθηκε.

Αγγελής Γοβιός

Ο Αγγελής Γοβιός γεννήθηκε το 1780 στη Λίμνη Ευβοίας. Το πραγματικό του επίθετο κατά την προφορική παράδοση ήταν Τζουτζάς η Τζοτζάς, που υπάρχει και σήμερα στη Λίμνη. Το Γοβιός ήταν παρατσούκλι.

Μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο και πολλούς ακόμη πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, θήτευσε στη φρουρά του Αλή Πασά και διδάχθηκε στη στρατιωτική σχολή του. Η συμμετοχή του στη Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς τον έκανε ξακουστό για τη γενναιότητά του.

Η αναδιοργάνωση του στρατοπέδου στα “Βρυσάκια”

Ο Αγγελής Γοβιός έφτασε στα “Βρυσάκια” το Μάιο του 1821, όπου κατόρθωσε να οργανώσει, μέσα σε ελάχιστο διάστημα, το εκεί ελληνικό στρατόπεδο, και να μεταβάλει τους απειροπόλεμους Ευβοιώτες σε γενναίους και τολμηρούς στρατιώτες, οι οποίοι κέρδισαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους το καλοκαίρι του 1821 στην ομώνυμη περιοχή των Μεσσαπίων – κοντά στα Ψαχνά – απέναντι στον οργανωμένο στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Αναλυτικότερα, στις 15 Ιουλίου ο Ομέρ Βρυώνης, που είχε θέσει ως στόχο του, μετά την κατάληψη της Λιβαδειάς, να καταστείλει την επανάσταση στην Εύβοια για να εξασφαλίσει τις συγκοινωνίες και τον ανεφοδιασμό του, προκειμένου να προχωρήσει στην Αττική, κατευθύνθηκε στα “Βρυσάκια”, όπου ο Γοβιός με 400 άντρες έσπευσε να κρατήσει το μεγάλο φυσικό οχύρωμα της θέσης, ενώ οι έμπιστοί του Κώτσος Δημητρίουκαι Θανάσης Μπαλαλάς τοποθετήθηκαν με τους άντρες τους στο ανατολικό και νότιο μέρος.

Η προσωπικότητα και ο στρατηγικός νους του Γοβιού έδωσαν μια σπουδαία νίκη στους Έλληνες απέναντι στον πολυαριθμότερο στρατό των 2.000 ανδρών του Ομέρ Βρυώνη, μετά από πεισματική μάχη επτά ωρών. Τρεις μέρες αργότερα ο Ομέρ Βρυώνης εξεστράτευσε και πάλι, αλλά εφόσον ο Γοβγίνας με τους άντρες του είχαν πλέον αποσυρθεί στο χωριό Άγιος, περιορίστηκε να κάψει τις καλύβες των Ελλήνων στα “Βρυσάκια” και να επιστρέψει στη Χαλκίδα, απ’ όπου αποφάσισε τελικά να φύγει, αφού το φρούριο της πόλης ήταν πολύ ισχυρό και δε χρειαζόταν τη βοήθειά του. Μόλις αναχώρησαν οι τουρκικές δυνάμεις, ο Γοβγίνας έσπευσε ν’ ανακαταλάβει τα “Βρυσάκια”.

Τα σχέδιά του να προχωρήσει εναντίον της Καρύστου και ο θάνατός του

Στις αρχές του 1822, όταν τελικά διαλύθηκε η πολιορκία στην Κάρυστο, έμεινε ο μοναδικός ηγέτης του αγώνα στο νησί. Σκοπός του ήταν να αποκλείσει πρώτα τους Τούρκους της Χαλκίδας και μετά να προχωρήσει εναντίον της Καρύστου. Έχοντας επίγνωση των δυσκολιών κάλεσε σε ενίσχυση τους Ολύμπιους αγωνιστές που ήταν στις Σποράδες και άλλους οπλαρχηγούς, όπως ο αδελφός του Αναγνώστης Γοβγίνας. Η συγκέντρωση των αγωνιστών κανονίστηκε να γίνει στα “Βρυσάκια” στις 28 Μαρτίου, τη νύχτα. Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη συνάντηση αυτή ξεκίνησε σώμα 1.000 από αυτούς από τη Χαλκίδα και κατέλαβε τα “Δυο Βουνά” (περιοχή κοντά στα Ψαχνά). Από εκεί απόσπασμα ιππέων κατευθύνθηκε προς τα “Βρυσάκια”.

Ο Γοβγίνας, μόλις αντιλήφθηκε τις κινήσεις των Τούρκων, θέλησε να τους αντιμετωπίσει αμέσως, χωρίς να περιμένει να ξημερώσει. Κατά την καταδίωξη του τουρκικού αποσπάσματος έπεσε σε ενέδρα στα “Δυο Βουνά” και κυκλώθηκε από παντού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε, όπως και ο αδελφός του Αναγνώστης. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των Ελλήνων στρατιωτών πρόλαβε και διασώθηκε. Ο θάνατός του στέρησε από την επανάσταση στην Εύβοια ένα σημαντικότατο στέλεχος.

Βάσος Μαυροβουνιώτης

Γεννήθηκε το 1797, στην πεδιάδα Bjelapavlici (Πετροπαύλιτς) στο κεντρικό Μαυροβούνιο. Είχε σλαβική καταγωγή. Οι πληροφορίες οι σχετικές με την αρχική περίοδο της ζωής του δεν είναι πλούσιες. Σε ηλικία 20 ετών το 1817 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του μαζί με τα αδέλφια του Ράντο, Σπύρο, Λάζαρο και Θεόδωρο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή: λιμός και εξ αυτού ανέχεια και συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των φατριών λόγω της αδυναμίας του βλαδίκα Πέταρ Α΄ Πέτροβιτς -Νιέγκος να επιβάλει την τάξη. Θα μεταβεί αρχικά στη Σμύρνη, στην επαρχία του Αϊδινίου μέχρι το 1820 εργαζόμενος ως βοσκός, επιστάτης στην υπηρεσία των Καραοσμάνογλου.

Ληστής-τυχοδιώκτης-τρόφιμος των φυλακών-μισθοφόρος του Οθωμανικού στρατού

Είναι πολύ πιθανό να ανέπτυξε ληστρική δράση εκεί, αν σκεφτούμε ότι αργότερα που πήγε στην Αθήνα, είχε μηνυθεί από μουσουλμάνο της Σμύρνης για κλοπές που διέπραξε σε βάρος του. Τελικά φυλακίσθηκε, αλλά μόνο για μικρό χρονικό διάστημα επειδή αποφυλακίσθηκε επιλέγοντας να ενταχθεί ως μπαϊρακτάρης στο σώμα του Πεχλιβάν Πασά. Δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη ή έστω ένδειξη για ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία. Η δράση του επίσης στο σώμα του Πεχλιβάν Πασά μας είναι άγνωστη.

Η δράση του στην επανάσταση

Το καλοκαίρι του 1821 τον βρίσκουμε να είναι επικεφαλής ένοπλης ομάδας συγκροτημένης από συγγενείς του, άλλους μαυροβούνιους και Σέρβους. Ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς του ανέθεσε τη διοίκηση των όπλων της επαρχίας Καρυστίας – επιλογή που υπαγορεύθηκε και από τα στρατιωτικά προσόντα του Μαυροβουνιώτη αλλά και από την αποφυγή εκλογής μιας άλλης ισχυρής προσωπικότητας , η οποίας θα υπονόμευε την πρωτοκαθεδρία του ίδιου του επισκόπου Ταλαντίου αλλά και του Αρείου Πάγου, ανώτατου πολιτικού οργάνου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, μέλος του οποίου ήταν ο Ταλαντίου.

Η Εύβοια υπήρξε το πρώτο πεδίο δράσης του Μαυροβουνιώτη: συμμετείχε σε δέκα μάχες: το 1821 α) στα Στύρα κατά του Ομέρ Μπέη της Καρύστου και του Γιουσούφ πασά, όπου τραυματίστηκε, β) στις Πετριές κατά του Ομέρ μπέη, γ) στο Κάδι κατά του Ομέρ μπέη. Το 1822 δ) στα Στύρα κατά του Ομέρ μπέη της Καρύστου, ε) στα Πολιτικά κατά του Αλή Πασά Τζαρκατζή, ζ) στα Βλαχώρια εναντίον του Ομέρ μπέη, η) στη Βάθυα κατά του Σαντή Ντίπα Αγά. Το 1823 θ) στον πύργο του Καστροβαλά της Κύμης εναντίον του Ομέρ μπέη και του Γενιτσάραγα και ι) στην Κύμη εναντίον του Ομέρ μπέη. Πριν εγκαταλείψει την Εύβοια ο Μαυροβουνιώτης παρά τις αποτυχίες του σε στρατιωτικό πεδίο πέτυχε να διευρύνει την πολεμική του πείρα, να συγκεντρώσει χρήματα και τιμαλφή είτε με πλιάτσικο σε βάρος χωρικών είτε με ιδιοποίηση της δεκάτης. Καθιερώθηκε έτσι ανεξάρτητος καπετάνιος. Επίσης λίγο πριν το 1823 είχε λάβει τους βαθμούς του πεντακοσιάρχου. Ο Μαυροβουνιώτης με το σώμα του συμμετείχε σε επιτυχημένη πειρατική επιδρομή κατά της Θάσου που τους ανταπέδωσε λάφυρα.

Ο Μαυροβουνιώτης αναγνωρίστηκε από την Προσωρινή Διοίκηση και τον Πρόεδρο του Βουλευτικού Σωτήριο Χαραλάμπη ως χιλίαρχος των σωμάτων της Αττικής ενώ αργότερα (1824) εντέλεται να μετακινηθεί στην Ύδρα με σκοπό την άμυνα του νησιού ,κάτι που του αναγνωρίστηκε από τον Υδραίο πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη, ο οποίος τον προβίβασε στον βαθμό της στρατηγίας.

Στον εμφύλιο

Καλείται στη συνέχεια να παρουσιαστεί στην έδρα της κυβέρνησης στο Ναύπλιο με σκοπό τη συμμετοχή του στην καταστολή της ανταρσίας των Πελοποννήσιων προκρίτων και της στρατιωτικής φατρίας του Κολοκοτρώνη. Η συμμετοχή στην καταστολή υπαγορευόταν από την προσδοκία οικονομικών αμοιβών και υψηλών θέσεων. Έτσι ο Μαυροβουνιώτης «υπήρξε ένας από τους σιδηρούς βραχίονες του Εκτελεστικού Σώματος , συμβάλλοντας τα μέγιστα στην τελική επικράτηση των κυβερνητικών».

Η πολιτική του φατρία

Μετά το πέρας του Εμφυλίου συγκρότησε με τον μπράτιμό του καπετάνιο της Εύβοιας Νικόλαο Κριεζιώτη, τον Θεσσαλό πολιτικό Δρόσο Μανσόλα και τον ηπειρώτικης καταγωγής πρόκριτο των Θηβών Αδάμ Δούκα πολιτική φατρία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα που συνεργάσθηκε με το Γαλλικό Κόμμα και τον Ιωάννη Κωλέττη.

Στρατιωτική δράση

Συγκρούσθηκε με τις αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο, το 1825 (Σχοινόλακας Μεσσηνίας, κοντά στο Νεόκαστρο και στη συνέχεια στο Κρεμμύδι Μεσσηνίας) και κατά του ρούμελι βαλεσί Κιουταχή πασά, κατά του Κεχαγιάμπεη στην Άμφισσα (Σάλωνα) και στις Θερμοπύλες κατά του Κεχαγίαμπεη. Τέλος συμμετείχε στη μάχη στη Ρούσσα (ανατολική Ελλάδα) κατά αποσπάσματος Κεχαγιάμπεη.

Επίσης το 1826 συμμετείχε σε μια ακόμα καταδρομική -πειρατική επιχείρηση, αυτή τη φορά μεγαλύτερης εμβέλειας στο Λίβανο. Μετά την επιστροφή τους από το Λίβανο, στάθμευσε στη Σύρο αλλά στάλθηκε σε νέα αποστολή, τη διάσωση των εγκλωβισμένων άμαχων στην παραλία Λυκόρεμμα στη νότια Εύβοια από τα στρατεύματα του Ομέρ πασά. Τον Ιούλιο του 1826 τέθηκε υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραΐσκάκη που του ανέθεσε την άμυνα της περιοχής: στο διάστημα αυτό συμμετείχε σε μάχες στην Αττική: τρεις στα Λιόσια κατά του Σιλιχτάρη, δύο στην Ελευσίνα εναντίον του Κιουταχή πασά και δύο στα Χαϊδάρι κατά του Κιουταχή πασά. Ξανσυγκρούσθηκε με τον Κιουταχή τον Ιανουάριο του 1827 μετά από πίεση που δέχθηκε από τον συνταγματάρχη Κωνστανίνο-Διονύσιο Βούρβαχη, αν και διαφώνησε με τον τελευταίο επικαλούμενος τις διαταγές που είχε λάβει από τον Καραϊσκάκη αλλά θεωρώντας ακατάλληλο το πεδίο μάχης.

Οι μάχες που έδωσε συγκεκριμένα ήταν : στο Καματερό, στη Λίατανη Θηβών και στο Κερατσίνι με τον Κιουταχή πασά. Στο Τρίκερι τρεις μάχες κατά του στρατεύματος του Νούρκα Σέρβανη και Νταΐραγα Κόνιτσα και στη Λάκκα Ζαγοράς εναντίον αποσπάσματος του Κιουταχή.

Επί Καποδίστρια

Οι διάφοροι εχθροί που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει έστειλαν αναφορές στον Καποδίστρια που τον ενοχοποιούσαν για λαφυραγωγία σε βάρος των χωρικών της Αττικής,ηθική αυτουργία στη διάπραξη κτηνοβασίας που έλαβε χώρα δημοσίως σε στρατόπεδο της Ελευσίνας. Οι κατηγορίες αυτές εξώθησαν τον Καποδίστρια να το παραπέμψει τον Μαυροβουνιώτη σε στρατοδικείο, που τον απάλλαξε και τελικά μετά από εισηγήσεις φίλων του Μαυροβουνιώτη ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο της Στ΄ χιλιαρχίας.

Ως χιλίαρχος ο Βάσος συμμετείχε δραστήρια στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας, και ειδικά σε οκτώ μάχες συμβάλλοντας σημαντικά στην απελευθέρωση της περιοχής. Πιο αναλυτικά, στο Στεβενίκο Λειβαδιάς κατά του Ομέρ πασά Καρύστου, στην πόλη της Λειβαδιάς εναντίον του ίδιου αντιπάλου, στην πολιορκία της ακρόπολης των Σαλώνων κατά του Μεχμέτ Διβόλη, στο Μαρτίνο Λιβαδειάς κατά Μαγιούτ πασά, στο Λιθάδο Εύβοιας κατά Ομέρ πασά, στον Άγιο Ιωάννη, δύο συμπλοκές, (Χασιά Αττικής) κατά σώματος Σιλιχτάρη.

Όταν το 1829 οι Χιλιαρχίες διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από Ελαφρά Τάγματα, αρνήθηκε να διοικήσει τάγμα και εντάχθηκε σε Ταξιαρχικό Σώμα ως χιλίαρχος.

Αρχικά φίλα προσκείμενος προς το Καποδιστριακό καθεστώς, όταν απομακρύνθηκε από το στράτευμα το 1829 τήρησε ίσες αποστάσεις από τον Κυβερνήτη και την αντιπολίτευση. Ο Χρήστος Λούκος θεωρεί πως ο Μαυροβουνιώτης είχε δείξει διάθεση σύμπραξης με την αντιπολίτευση λόγω του αποκλεισμού του από τον νέο στρατιωτικό οργανισμό των ταγμάτων. Μάλιστα συναντήθηκε με εκπρόσωπο της Ύδρας και του εξήγησε υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να επιτύχει το αντικυβερνητικό σχήμα. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, εντάχθηκε στους Συνταγματικούς και αντιπολιτεύθηκε τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Συστρατεύθηκε με τον μπράτιμό του Νικόλαο Κριεζιώτη και συνεισέφερε τα μέγιστα στη νίκη των Συνταγματικών κατά του Αυγουστίνου.

Στην Οθωνική περίοδο

Ο Μαυροβουνιώτης ήταν από τους λίγους ατάκτους αξιωματικούς της προηγούμενης περιόδου οι οποίοι εντάχθηκαν στον νέο Οθωνικό στρατό. To 1833 επανεντάσσεται στον στρατό ως μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής Εκδουλεύσεων και Διαγωγής των Ατάκτων για την επαναστατική περίοδο. Έτσι από αυτήν την θέση ενέταξε αρκετούς δικούς του ανθρώπους στο στράτευμα. Το 1834 διορίστηκε Συνταγματάρχης -Νομοεπιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας και το 1836 διοικητής του Σώματος Οροφυλακής Φθιώτιδας. Το 1843 προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε διοικητής Οροφυλακής Λοκρίδας ενώ το 1846 διορίστηκε βασιλικός υπασπιστής του Όθωνα. Σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα διαδραμάτισε ο Μαυροβουνιώτης καθώς συνεργάστηκε με το Γαλλικό κόμμα. Τέλος σημαντική οικονομική άνεση έχει αποκτήσει είτε ως ιδιοκτήτης εκτεταμένων γαιών σε Αττική, Φωκίδα και Εύβοια, είτε ως ενοικιαστής προσόδων.

Στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου

Στην επανάσταση της 3ηςΣεπτεμβρίου δεν έλαβε μέρος στη συνωμοσία. Παρά τις δεκάδες επιστολές που είχε λάβει από τους κινηματίες που προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, ο Μαυροβουνιώτης απειλούσε να καταπνίξει την εξέγερση, αλλά συγκρατήθηκε από τον Όθωνα, ενώ έλαβε τη διαβεβαίωση από πως η νέα κατάσταση δεν θα απειλούσε την στρατιωτική του θέση και την επιρροή του στην Ανατολική Στερεά.[31]

Οικογενειακή κατάσταση

Ο Μαυροβουνιώτης όταν μετέβαινε στο Λίβανο στάθμευσε για λίγο στην Κέα,όπου γνώρισε την Ελέγκω, κόρη έμπορου Γιώργου Ιωαννίτη, και την ερωτεύθηκε, ενώ αυτή ήταν δεκαέξι ετών και έγκυος. Την απήγαγε με τη θέλησή της, την εγκατέστησε στον πύργο του φίλου του Γιαννούλη Δημητρίου, αρχηγού των αλβανοφώνων της Άνδρου, στον Αμόλοχο και την παντρεύτηκε μετά την επιστροφή του από το Λίβανο στο μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής στο Γαύριο της Άνδρου. Μετά το γάμο τους ζουν σε συνθήκες πολεμικές και η σύζυγός του εκτελεί χρέη νοσοκόμας στα πεδία της μάχης. Όμως τελικά λόγω των διαφορετικών προσωπικοτήτων τους-εκείνη εγγράμματη και με φιλελεύθερες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις και ισχυρή προσωπικότητα-ήλθαν σε ρήξη το 1839. Καθώς μάλιστα τον περισσότερο χρόνο ο Βάσος Μαυροβουνιώτης ζούσε μακριά από τη γυναίκα του στην έδρα της Οροφυλακής, στη Στυλίδα, εκείνη συνήψε σχέση με άλλον άντρα. Από την αλληλογραφία που αντήλλαξε το ζευγάρι φαίνεται πως για τον Βάσο ήταν μια τραυματική εμπειρία. Από το γάμο τους είχαν αποκτήσει τέσσερις γιους, τον Αλέξανδρο (1831), τον Κωνσταντίνο (1832), τον Γεώργιο (1833) και τον Τιμολέοντα (1836) (ο πρώτος κι ο τέταρτος έγιναν στρατιωτικοί). Επίσης μια κόρη τη Ροδόεσσα (1826). Το 1842 ο Βάσος ξαναπαντρεύεται , την Μπίλιω Οικονόμου, κόρη Υδραίου εμπόρου, από την οποία απέκτησε μια κόρη ονόματι Πέτρα.[40]Η Ελέγκω πέθανε το 1891.

Ο θάνατος

Πέθανε ξαφνικά από πνευμονία σε ηλικία πενήντα ετών, στις 9 Ιουνίου του 1847 στη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας. Ο Μαυροβουνιώτης, «[…] χωρίς να ανήκει στα στα παλαιά μεγάλα αρματολικά τζάκια, κατόρθωσε στηριγμένος μόνο στα προσόντα του, να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας».

Ακολουθήστε το evima.gr στο Google News

Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr